- επίλεκτος
- -η, -ο (AM ἐπίλεκτος, -ον) [επιλέγω]εκλεκτός, διαλεχτόςμσν.εκείνος που γίνεται με φροντίδααρχ.(για στρατιώτες) α) αυτός που κατατάχθηκε μετά από επιλογήβ) έκτακτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίλεκτος — chosen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίλεκτος — η, ο εκλεκτός, διαλεχτός, διακεκριμένος, ξεχωριστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιλέκτως — ἐπίλεκτος chosen adverbial ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλεκτον — ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc sg ἐπίλεκτος chosen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτοις — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτου — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut gen sg ἐπιλέκτης collector masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτους — ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτων — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτῳ — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλεκτα — ἐπίλεκτος chosen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)